- δίωτον
- δίωτοςtwo-earedmasc/fem acc sgδίωτοςtwo-earedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… … Dictionary of Greek